έποικος

έποικος
ος , ον 1. колонизирующий (какую-л. местность); поселяющийся, переселяющийся;
2. (ο , η ) колонист, -ка; поселенец; переселенец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έποικος" в других словарях:

  • ἔποικος — settler masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… …   Dictionary of Greek

  • έποικος — ο 1. ξένος εγκαταστημένος σε τόπο ήδη κατοικημένο. 2. ο άποικος, ο εγκαταστημένος σε αποικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔποικον — ἔποικος settler masc/fem acc sg ἔποικος settler neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποίκοις — ἔποικος settler masc/fem/neut dat pl ἐπέοικε perf opt act 2nd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποίκους — ἔποικος settler masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποίκων — ἔποικος settler masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποικα — ἔποικος settler neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποικοι — ἔποικος settler masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… …   Dictionary of Greek

  • εποικώ — (AM ἐποικῶ, έω) εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.) αρχ. 1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῡντες ὑμῑν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.) 2. παθ. ἐπικοῡμαι (για χώρα) κατέχομαι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»